τυπικός

τυπικός
τῠπ-ικός, ή, όν,
A impressionable, Plu.2.442c; conforming to type (τύπος vii. 3), Gal. 7.471. Adv.

-κῶς, νοσεῖν Ruf.

ap. Orib.8.47.11.
2 typicum, = figuratum, Gloss.; τὰ τ. perh. seals on a will, PMasp.154v.20 (vi A. D.).
3 Adv.

-κῶς

by way of example,

1 Ep.Cor.10.11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυπικός — impressionable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • τυπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύπους, που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Τυπική επίσκεψη. 2. που αναφέρεται στον τύπο, δηλ. στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία: Τυπικές διαπραγματεύσεις. 3. που επιβάλλεται από συνήθεια ή από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυπικά — τυπικός impressionable neut nom/voc/acc pl τυπικά̱ , τυπικός impressionable fem nom/voc/acc dual τυπικά̱ , τυπικός impressionable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικώτερον — τυπικός impressionable adverbial comp τυπικός impressionable masc acc comp sg τυπικός impressionable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικῶν — τυπικός impressionable fem gen pl τυπικός impressionable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικόν — τυπικός impressionable masc acc sg τυπικός impressionable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικώτατα — τυπικός impressionable adverbial superl τυπικός impressionable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • τυπικαῖς — τυπικός impressionable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”